Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

Δωδώνης μ

См. также в других словарях:

  • Δωδώνης, δήμος — Νέος δήμος (1.790 κάτ.) του νομού Ιωαννίνων, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγίας Αναστασίας, Δραγοψάς, Δραμεσιών, Δωδώνης, Κωστάνιανης, Μαντείου, Μελιγγών, Πολυγύρου και Ψήνας, οι οποίες… …   Dictionary of Greek

  • Δωδώνης — Δωδώνη chatterbox fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δωδώνης, επαρχία — Παλαιότερη διοικητική διαίρεση (3.273 τ. χλμ.) του νομού Ιωαννίνων, με πρωτεύουσα τα Ιωάννινα …   Dictionary of Greek

  • Παλαιοχώρι — Όνομα 33 οικισμών. 1. Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 330 μ.), στον δήμο Μεγαρίδος, του νομού δυτικής Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μάνδρας και βρίσκεται BΔ. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) του νομού Ηλείας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου… …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Γεώργιος — I Ονομασία 49 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 152 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φραγκίστας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 609 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μητρόπολης …   Dictionary of Greek

  • Αγία Τριάδα — I Ο όρος σημαίνει ένα από τα κυριότερα δόγματατης χριστιανικής πίστης, γνωστόως το τριαδικό δόγμα.Αποτελεί το κεφάλαιον της πίστεως, τη βάση και το θεμέλιο της διδασκαλίας περί της απολύτρωσης και σωτηρίας του ανθρώπου. Εκφράζει την πίστη σε έναν …   Dictionary of Greek

  • Δραμεσιοί — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 290 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, κοντά στο μαντείο της Δωδώνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δωδώνης …   Dictionary of Greek

  • Δωδώνη — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 730 μ., 100 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στα Ν των Ιωαννίνων, στους βόρειους πρόποδες του όρους Τόμαρος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δωδώνης. Σε απόσταση 22 χλμ. από τον οικισμό Δ.,… …   Dictionary of Greek

  • Ζωοδόχος Πηγή — I Περίφημο αγίασμα της Ορθοδοξίας, που βρίσκεται κοντά στην Κωνσταντινούπολη, περίπου 165 μ. από την πύλη της Σηλυβρίας. Οι Βυζαντινοί την ονόμασαν Πύλη της Πηγής. Πάνω από την πηγή αυτή, ο Λέων ο Α’, που σύμφωνα με την παράδοση την ανακάλυψε,… …   Dictionary of Greek

  • Σελλοί — Αναφέρονται και ως Ελλοί. Οι αρχαιότατοι κάτοικοι της κοιλάδας της Δωδώνης, η οποία ονομάστηκε από αυτούς Ελλοπία. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Στράβωνα οι Σ. ήταν βάρβαροι «ανιπτόποδες» και κοιμούνταν καταγής. Πολλοί τους θεωρούσαν λαό,… …   Dictionary of Greek

  • καστρί — Ονομασία δεκαέξι οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 920 μ., 626 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 28 χλμ. ΝΑ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βόρειας Κυνουρίας. 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»